Έκθεση για την Εμπορία και Διακίνηση Ανθρώπων στην Ελλάδα 2019

Ελλάδα

ΓΡΑΦΕΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Έκθεση για την Εμπορία και Διακίνηση Ανθρώπων στην Ελλάδα 2019

Κατηγορία 2
Η ελληνική κυβέρνηση δεν ανταποκρίνεται πλήρως στα ελάχιστα πρότυπα για την εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων, αλλά καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Η κυβέρνηση επέδειξε συνολικά εντεινόμενες προσπάθειες σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο αναφοράς. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα παρέμεινε στην Κατηγορία 2. Αυτές οι προσπάθειες περιελάμβαναν τη μονάδα δίωξης εμπορίας ανθρώπων που κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες έρευνας, όπως οι κοινές επιθεωρήσεις με επιθεωρητές εργασίας και κοινωνικούς λειτουργούς, και την επίσημη έναρξη λειτουργίας του εθνικού μηχανισμού αναφοράς, ενός πολυτομεακού οργάνου, με κατάλληλες τυποποιημένες διαδικασίες λειτουργίας και γραπτές κατευθυντήριες γραμμές. Το Γραφείο του Εθνικού Εισηγητή σε Θέματα Εμπορίας Ανθρώπων ηγήθηκε των προσπαθειών καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων στο επίπεδο του συνόλου της διοίκησης, συμπεριλαμβανομένου ενός προγράμματος για την εξάλειψη της καταναγκαστικής εργασίας στις αλυσίδες ανεφοδιασμού της τοπικής αυτοδιοίκησης. Εντούτοις, η κυβέρνηση δεν ανταποκρίθηκε στα ελάχιστα πρότυπα σε διάφορους κρίσιμους τομείς. Οι αργές διαδικασίες ελέγχου και οι υπερπλήρεις εγκαταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των κέντρων μεταναστών και προσφύγων και των ξενώνων για τους ασυνόδευτους ανηλίκους, ενίσχυσαν τις ευπάθειες και, ενίοτε, οδήγησαν στην επαναθυματοποίηση των επιζώντων. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν κατέβαλε προσπάθειες προληπτικής διάγνωσης φαινομένων καταναγκαστικής εργασίας και εντοπισμού των ασυνόδευτων παιδιών, ενώ ορισμένες αρχές άτυπα επαναπροώθησαν με βίαιο τρόπο μετανάστες και αιτούντες άσυλο προς την Τουρκία, αποθαρρύνοντας εντόνως την αυτοαναγνώριση και τη συνεργασία των θυμάτων. Η εξειδικευμένη υποστήριξη για τα θύματα παρέμεινε ανεπαρκής ή μη προσβάσιμη και οι δικαστικές διαδικασίες συχνά διαρκούσαν από δύο έως έξι χρόνια, γεγονός που παρεμπόδιζε τη συνεργασία των θυμάτων και των βασικών μαρτύρων και οδηγούσε σε αθωώσεις των υπόπτων δραστών εμπορίας ανθρώπων.

ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΤΑ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ

Αύξηση των ενεργών προληπτικών προσπαθειών εντοπισμού και αναγνώρισης θυμάτων αναγκαστικής εργασίας και θυμάτων μεταξύ των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, όπως τα ασυνόδευτα παιδιά, οι μετανάστες, οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο. • Ενίσχυση εξειδικευμένων υπηρεσιών, όπως η παροχή καταλύματος και η ψυχοκοινωνική υποστήριξη για όλα τα θύματα, συμπεριλαμβανομένων παιδιών, ενηλίκων αρρένων και θυμάτων στις αγροτικές περιοχές. • Εντατική έρευνα, ποινική δίωξη και καταδίκη των δραστών εμπορίας ανθρώπων. • Μείωση της διάρκειας των δικαστικών διαδικασιών για τις υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων. • Ενθάρρυνση της συμμετοχής των θυμάτων σε έρευνες και ποινικές διώξεις με την παροχή εναλλακτικών μεθόδων κατάθεσης μαρτυρίας, συμπεριλαμβανομένης της κατάθεσης εξ αποστάσεως ή της χρηματοδότησης εξόδων ταξιδίου και άλλων δαπανών προκειμένου τα θύματα να παρίστανται στην ακροαματική διαδικασία. • Ανάπτυξη θυματοκεντρικών πολιτικών δίωξης και εφαρμογή διατάξεων περί προστασίας μαρτύρων που έχουν ήδη ενσωματωθεί στο δίκαιο. • Λήψη συγκεκριμένων μέτρων για την επίσπευση της επίσημης διαδικασίας αναγνώρισης των θυμάτων με τη σταθερή συμμετοχή ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών. • Παροχή κατάρτισης σε δικαστές, εισαγγελείς και όργανα επιβολής του νόμου σχετικά με τις έρευνες και τη δίωξη της εμπορίας ανθρώπων, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές και για μη εξειδικευμένο προσωπικό. • Εκπαίδευση των μελών ομάδων άμεσης επέμβασης στον εντοπισμό και την αναγνώριση θυμάτων και στον εθνικό μηχανισμό αναφοράς. • Τυποποίηση της συλλογής δεδομένων και παραγωγή στατιστικών ακριβείας σχετικά με τις προσπάθειες καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων. • Διαρκής ενημέρωση των θυμάτων για το δικαίωμά τους να ζητήσουν αποζημίωση. • Υιοθέτηση και υλοποίηση ενός εθνικού σχεδίου δράσης για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων.

ΔΙΩΞΗ

Η κυβέρνηση έχει εντείνει τις προσπάθειες επιβολής του νόμου. Τα άρθρα 323Α και 351 του Ποινικού Κώδικα ποινικοποίησαν τη σωματεμπορία και την καταναγκαστική εργασία και όρισαν ποινές φυλάκισης έως 10 έτη και χρηματική ποινή μεταξύ 10.000 ευρώ (11.470 δολ. ΗΠΑ ) και 50.000 ευρώ (57.340 δολ. ΗΠΑ) για αδικήματα που αφορούν ενήλικο θύμα, και κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή από 50.000 ευρώ (57.340 δολ. ΗΠΑ) έως 100.000 ευρώ (114.680 δολ. ΗΠΑ) για εκείνα που αφορούν ανήλικο θύμα. Αυτές οι ποινές ήταν αρκετά αυστηρές και, όσον αφορά τη σωματεμπορία, ανάλογες με αυτές για σοβαρά εγκλήματα, όπως ο βιασμός. Η αστυνομία διερεύνησε 28 υποθέσεις με 136 υπόπτους (21 υποθέσεις με 147 υπόπτους το 2017). Οι 27 ήταν υποθέσεις σωματεμπορίας και η 1 ήταν υπόθεση αναγκαστικής εργασίας (20 υποθέσεις σωματεμπορίας και 1 υπόθεση αναγκαστικής εργασίας το 2017). Η κυβέρνηση άσκησε διώξεις σε 25 κατηγορούμενους (26 κατηγορούμενους το 2017): 22 για σωματεμπορία και 3 για αναγκαστική εργασία (21 για σωματεμπορία και 5 για αναγκαστική εργασία το 2017). Τα πρωτοδικεία καταδίκασαν 14 δράστες εμπορίας ανθρώπων (37 δράστες σε 26 υποθέσεις το 2017): 11 για σωματεμπορία και 3 για αναγκαστική εργασία (35 για σωματεμπορία και 2 για αναγκαστική εργασία το 2017). Τα εφετεία καταδίκασαν 25 δράστες εμπορίας ανθρώπων (4 το 2017): 8 για σωματεμπορία και 17 για αναγκαστική εργασία (4 για σωματεμπορία το 2017). Τα δικαστήρια εξέδωσαν καταδικαστικές αποφάσεις που κυμαίνονται από 2 έως 24 έτη φυλάκισης, με χρηματικές ποινές από 10.000 ευρώ (11.470 δολ. ΗΠΑ) έως 75.000 ευρώ (86.010 δολ. ΗΠΑ).
Η Ελληνική Αστυνομία σύνεστησε Τμήματα Δίωξης Εμπορίας Ανθρώπων (ΤΔΕΑ) εντός της Υπηρεσίας Δίωξης Οργανωμένου Εγκλήματος, αποτελούμενο από 37 αστυνομικούς στην Αθήνα και 10 αστυνομικούς στη Θεσσαλονίκη, οι οποίοι διερεύνησαν εγκλήματα εμπορίας ανθρώπων και κατά των ηθών. Παράλληλα, λειτούργησαν και 12 μικρότερες μονάδες σε δήμους που διερεύνησαν εγκλήματα εμπορίας ανθρώπων και το οργανωμένο έγκλημα. Οι αξιωματικοί του ΤΔΕΑ διενήργησαν 1.426 κοινούς ελέγχους (206 το 2017) με επιθεωρητές εργασίας και κοινωνικούς λειτουργούς από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (EKKA) σε 5.984 άτομα που οδήγησαν σε 46 περιπτώσεις διαφόρων αδικημάτων. Το ΤΔΕΑ διενήργησε τακτικές επιθεωρήσεις σε οίκους ανοχής, μπαρ και σαλόνια μασάζ, αλλά παρατηρητές ανέφεραν ότι οι 12 μικρότερες μονάδες αποτελούνταν συχνά από τρεις ή τέσσερις αστυνομικούς που είχαν να αντιμετωπίσουν περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων μεταξύ πολλών άλλων καθηκόντων και δεν διέθεταν τους πόρους και το προσωπικό για να διεξάγουν προληπτικές έρευνες. Οι ΜΚΟ εξακολούθησαν να αναφέρουν καλή συνεργασία με τις αρχές επιβολής του νόμου και εξαιρετική συνεργασία με το ΤΔΕΑ. Η κυβέρνηση διατήρησε δύο ειδικευμένους εισαγγελείς στην Αθήνα: έναν στο Πρωτοδικείο και έναν στο Εφετείο. Η κυβέρνηση εκπαίδευσε αστυνομικούς που υπηρετούν στα σύνορα σε θέματα εμπορίας ανθρώπων, αλλά παρατηρητές ανέφεραν ότι η μη ειδικευμένη αστυνομία, οι εισαγγελείς και οι δικαστές, ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές και νησιά, είχαν ελλιπή αντίληψη της εμπορίας ανθρώπων. Η κυβέρνηση δεν ανέφερε έρευνες, διώξεις ή καταδίκες κυβερνητικών υπαλλήλων που συνεργάστηκαν στην εμπορία ανθρώπων, αλλά η διαφθορά και η συνενοχή σε εγκλήματα εμπορίας ανθρώπων εξακολούθησαν να προκαλούν ανησυχία. Η κυβέρνηση μοιράστηκε πληροφορίες με 13 ευρωπαϊκές χώρες σχετικά με περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ

Η κυβέρνηση συνέχισε τις προσπάθειες προστασίας των θυμάτων. Οι κρατικές αρχές αναγνώρισαν 31 θύματα (38 το 2017). Τα 30 ήταν θύματα σωματεμπορίας και το 1 αναγκαστικής εργασίας (35 θύματα σωματεμπορίας και 3 θύματα αναγκαστικής επαιτείας το 2017). Τα 22 ήταν ενήλικες και τα 9 παιδιά (24 ενήλικες και 14 παιδιά το 2017). Τα 27 ήταν γυναίκες και τα 4 άνδρες (34 γυναίκες και 4 άνδρες). Τα 5 θύματα ήταν Έλληνες και τα 26 αλλοδαποί (4 Έλληνες και 34 αλλοδαποί το 2017). Τα στατιστικά στοιχεία συμπεριέλαβαν μερικά αλλά όχι όλα τα πιθανά θύματα που αναγνωρίστηκαν από φορείς εκτός από τους αρµόδιους για την ποινική καταστολή. Το ΤΔΕΑ και η κοινωνία των πολιτών κατέβαλαν προσπάθειες προληπτικής αναγνώρισης, αλλά άλλες κυβερνητικές προσπάθειες είχαν σε μεγάλο βαθμό χαρακτήρα αντίδρασης και βασίζονταν στην αυτοαναγνώριση. Το Ελληνικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων έλεγξε μετανάστες και αιτούντες άσυλο για ενδείξεις εμπορίας ανθρώπων στα νησιωτικά Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης (ΚΥΤ), ενώ τα περιφερειακά γραφεία ασύλου εντόπισαν δύο δυνητικά θύματα (τρία το 2017). Εντούτοις, ορισμένοι αιτούντες άσυλο ανέμεναν πάνω από μήνα για έλεγχο, λόγω έλλειψης προσωπικού και πόρων, με αποτέλεσμα επιζώντες εμπορίας ανθρώπων να επαναθυματοποιούνται στα κέντρα μεταναστών, μέχρι την έκδοση των νομιμοποιητικών εγγράφων και την ολοκλήρωση των διαδικασιών ελέγχου στα ΚΥΤ. Κάθε ΚΥΤ όρισε ένα σημείο επαφής για την εμπορία ανθρώπων, το οποίο συνέλεγε πληροφορίες σχετικά με πιθανές περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων, αλλά πολλά μέλη του προσωπικού των ΚΥΤ εργάζονταν με βραχυπρόθεσμες συμβάσεις, οι οποίες περιόριζαν την εμπειρία και την εκπαίδευσή τους για την αναγνώριση των θυμάτων. Οι αρχές έλεγχαν τους μετανάστες, συμπεριλαμβανομένων των ασυνόδευτων παιδιών, κατά την άφιξή τους, αλλά παρατηρητές ανέφεραν ότι οι μετανάστες δεν ελέγχονταν εκ νέου κατά τη διαδικασία απέλασης. Επιπλέον, εκθέσεις της κοινωνίας των πολιτών ανέφεραν ότι οι αρχές βιαιοπραγούσαν και παρενοχλούσαν τους μετανάστες πραγματοποιώντας πολλές άτυπες βίαιες επαναπροωθήσεις στην Τουρκία, σφόδρα αποθαρρύνοντας την αυτοαναγνώριση ή τη συνεργασία των θυμάτων με τις αρχές. Η GRETA [Ομάδα εμπειρογνωμόνων για τη δράση κατά της διακίνησης και εμπορίας ανθρώπων] ανέφερε έλλειψη προσπαθειών εντοπισμού θυμάτων αναγκαστικής εργασίας, ιδίως στον τομέα της γεωργίας, των υπηρεσιών καθαρισμού και οικιακής εργασίας και στην τουριστική βιομηχανία. Η προληπτική αναγνώριση των ευάλωτων ασυνόδευτων παιδιών παρέμεινε επίσης ανεπαρκής, μεταξύ άλλων όσον αφορά την καταναγκαστική επαιτεία και την καταναγκαστική εγκληματικότητα.

Η κυβέρνηση έθεσε επίσημα σε εφαρμογή τον Εθνικό Μηχανισμό Αναφοράς (ΕΜΑ), ενός πολυτομεακού οργάνου που επιπροσθέτως περιλαμβάνει τυποποιημένες διαδικασίες λειτουργίας και έντυπα παραπομπής. Η κυβέρνηση, τόσο χωριστά όσο και σε συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς και ΜΚΟ, εκπαίδευσε όργανα επιβολής του νόμου, υπαλλήλους της υπηρεσίας μετανάστευσης, εργαζόμενους σε κοινωνικές υπηρεσίες, επιθεωρητές εργασίας και εργαζόμενους στον τομέα της υγείας σχετικά με τον εντοπισμό και την αναγνώριση των θυμάτων και τις νέες διαδικασίες παραπομπής. Ο ΕΜΑ ζήτησε από τα μέλη των ομάδων άμεσης επέμβασης να ενημερώνουν και να συντονίζονται με το ΕΚΚΑ, όταν εντοπίζονται πιθανά θύματα, με σκοπό τη φροντίδα και εγκατάσταση των θυμάτων. Ο νόμος παρείχε στους εισαγγελείς την αρμοδιότητα να αναγνωρίζουν επισήμως τα θύματα με βάση τις πληροφορίες που συλλέγονται από τα όργανα επιβολής του νόμου ή από ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό, όταν ένα θύμα δεν θέλει να συνεργαστεί με τις αρχές. Το επίσημο καθεστώς θύματος παρέχει στα αλλοδαπά θύματα δικαίωμα λήψης ανανεώσιμης άδειας παραμονής και εργασίας μονοετούς ισχύος, αλλά και τα πιθανάθύματα, χωρίς αυτό το καθεστώς, είχαν πρόσβαση σε ισότιμη υποστήριξη και βοήθεια. Παρατηρητές ανέφεραν ασυνέπειες ως προς την αξιοποίηση ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στις διαδικασίες αναγνώρισης οι οποίες μπορούσαν να κρατήσουν έως και δύο χρόνια μέχρι τα θύματα να αποκτήσουν επίσημο καθεστώς. Η κυβέρνηση δεν αναγνώρισε δυνητικά θύματα που είχαν υποστεί εκμετάλλευση στο εξωτερικό, αλλά εντοπίζονταν στην Ελλάδα, δημιουργώντας εμπόδια στην πρόσβασή τους σε υποστήριξη που δικαιούνταν εκ του νόμου. Η κυβέρνηση, σε συνεργασία με ΜΚΟ, παρείχε κατάλυμα, ψυχοκοινωνική υποστήριξη, ιατρική περίθαλψη, νομική βοήθεια και υποστήριξη επανένταξης. Η κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει πόσα κονδύλια δαπανήθηκαν για την προστασία των θυμάτων και δεν παρείχε χρηματοδότηση σε φορείς της κοινωνίας των πολιτών, με εξαίρεση έργα που συγχρηματοδοτούνται από την ΕΕ και κονδύλια του κρατικού προϋπολογισμού. Επιπλέον, το EKKA εξασφάλισε 631.840 ευρώ (724.590 δολ. ΗΠΑ) από τα ταμεία της ΕΕ για την ασφάλεια για να στηρίξει τον ΕΜΑ και υπέγραψε μνημόνιο κατανόησης με ΜΚΟ για την διάθεσηνομικού συμβούλου και δύο συμβούλων σε θέματα καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων για δύο μήνες. Δύο φορείς παρείχαν υπηρεσίες στέγασης και γενικής υποστήριξης σε θύματα εμπορίας: η Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων (ΓΓΙΦ) λειτούργησε 19 ξενώνεςκαι 40 συμβουλευτικά κέντρα για γυναίκες θύματα βίας, ενώ το ΕΚΚΑ λειτούργησε δύο ξενώνες μακροχρόνιας φιλοξενίας, έναν ξενώνα έκτακτης ανάγκης και δύο Κέντρα Κοινωνικής Υποστήριξης για ευάλωτους πληθυσμούς που χρειάζονται βοήθεια. Το ΕΚΚΑ βοήθησε εννέα θύματα (επτά το 2017). Η κεντρική κυβέρνηση και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης διατήρησαν επίσης σε ισχύ συμφωνίες συνεργασίας με ορισμένες ΜΚΟ για τη στέγαση, την προστασία και την παροχή βοήθειας σε ευάλωτα παιδιά, συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, και διέθεσαν κτήρια για χρήση ως καταλύματα. Εντούτοις, παρατηρητές ανέφεραν έλλειψη εξειδικευμένων ξενώνων για θύματα εμπορίας ανθρώπων. Μόνο ένας ξενώνας ΜΚΟ παρείχε κατάλυμα αποκλειστικά για γυναίκες θύματα εμπορίας ανθρώπων και ορισμένοι αστυνομικοί εξακολούθησαν να δείχνουν απρόθυμοι να παραπέμψουν τα θύματα σε υπηρεσίες στήριξης από ΜΚΟ. Τα θύματα στις αγροτικές περιοχές είχαν ελάχιστη πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης και συχνά φιλοξενούνταν σε αστυνομικούς σταθμούς, πτέρυγες νοσοκομείων ή δεν λάμβαναν καθόλου βοήθεια. Ένας ξενώνας ΜΚΟ για άνδρες θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης ή ξενώνες βραχυχρόνιας φιλοξενίας για αιτούντες άσυλο ή άστεγους μπορούσαν να φιλοξενήσουν άνδρες θύματα. Οι ενήλικοι είχαν την δυνατότητα να αποχωρήσουν οικειοθελώς από τους ξενώνες χωρίς συνοδό.Κρατικοί ξενώνες, ξενώνες των ΜΚΟ και εγκαταστάσεις για ασυνόδευτους ανηλίκους φιλοξένησαν ανήλικα θύματα, αλλά δεν παρείχαν εξειδικευμένη υποστήριξη. Παρατηρητές έκαναν λόγο για υπερπλήρεις εγκαταστάσεις για ανήλικα θύματα και η GRETA ανέφερε ότι οι αρχές κρατούσαν ασυνόδευτα παιδιά σε κελιά αστυνομικών τμημάτων ακόμα και αρκετούς μήνες λόγω της έλλειψης καταλυμάτων. Επιπλέον, οι καθυστερήσεις στην πληρωμή προγραμμάτων χρηματοδότησης ξενώνων για ασυνόδευτα παιδιά περιόρισαν περαιτέρω τους διαθέσιμους χώρους, εντείνοντας την ευαλωσιμότητα 2.000 ασυνόδευτων ανηλίκων χωρίς επαρκή προστασία. Θύματα που δεν υπέβαλαν αίτηση για επίσημη αναγνώριση μπορούσαν να λάβουν άδεια διαμονής και εργασίας υποβάλλοντας αίτηση για άσυλο ή άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Οι κρατικές αρχές εξέδωσαν 10 άδειες διαμονής και ανανέωσαν άλλες 13 για πιστοποιημένα θύματα, αλλά δεν παρείχαν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις άδειες διαμονής ή τη χορήγηση ασύλου σε θύματα χωρίς επίσημη αναγνώριση. Η διαδικασία λήψης αδειών διαμονής ήταν δύσκολη χωρίς δικηγόρο και απαιτούσε χρόνο, αλλά οι αρχές χορήγησαν στα θύματα ένα προσωρινό έγγραφο που εμπόδιζε την απέλαση ή την κράτηση.
Οι κρατικές αρχές ενδέχεται να απέλασαν, κράτησαν ή περιόρισαν την ελευθερία κυκλοφορίας ορισμένων θυμάτων εμπορίας ανθρώπων λόγω ανεπαρκών προσπαθειών εντοπισμού και αναγνώρισης. Εμπειρογνώμονες ανέφεραν έλλειψη θυματοκεντρικής προσέγγισης, συμπεριλαμβανομένων περιπτώσεων όπου τα όργανα επιβολής του νόμου διεξήγαγαν συνεντεύξεις τις οποίες τα θύματα περιέγραψαν ως ανακρίσεις. Υπήρξαν, επίσης, αναφορές ότι οι αρχές δεν ενημέρωναν επαρκώς τα θύματα σχετικά με τις δικαστικές διαδικασίες και δεν παρείχαν υπηρεσίες διερμηνείας για αλλοδαπά θύματα. Οι δικαστικές διαδικασίες συχνά διαρκούσαν από δύο έως έξι χρόνια, γεγονός που εμπόδιζε τη συνεργασία των θυμάτων και των βασικών μαρτύρων. Παραδείγματος χάριν, το Νοέμβριο του 2018, εφετείο αθώωσε ομόφωνα 20 δράστες εμπορίας ανθρώπων που είχαν καταδικαστεί για σωματεμπορία, αφού τα τέσσερα θύματα που είχαν καταθέσει εναντίον τους στα πρωτοβάθμια δικαστήρια δεν παραστάθηκαν στη δίκη. Το κράτος δεν παρείχε χρηματοδότηση για έξοδα ταξιδίου και λοιπές δαπάνες σε θύματα προκειμένου αυτά να παραστούν σε ακροαματικές διαδικασίες και ορισμένοι ύποπτοι δράστες εμπορίας ανθρώπων σκοπίμως ανέβαλαν τις παραστάσεις στα δικαστήρια για να αυξήσουν τις πιθανότητες τα θύματα να είναι απρόθυμα να καταθέσουν ενώπιον του δικαστηρίου ή/και ενδέχεται να δωροδόκησαν επαναπατρισθέντα θύματα για να τα εμποδίσουν να καταθέσουν ως μάρτυρες. Τα προηγούμενα χρόνια, παρατηρητές ανέφεραν ότι οι δράστες εμπορίας ανθρώπων πιθανόν να δωροδοκούσαν διερμηνείς πιστοποιημένους από το κράτος για να αλλοιώνουν το περιεχόμενο των δηλώσεων των θυμάτων ή να επηρεάσουν τη μαρτυρική κατάθεσή τους. Ο νόμος παρείχε στα θύματα δικαίωμα να κάνουν χρήση των υπηρεσιών επαγγελματιών ψυχικής υγείας κατά τη διάρκεια δικαστικών διαδικασιών και χρήση της οπτικοακουστικής τεχνολογίας για μαρτυρική κατάθεση εξ αποστάσεως, αλλά πολλά δικαστήρια δεν είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν αυτά τα μέσα και οι δικαστές δεν το επέτρεπαν, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η έλλειψη τέτοιων παροχών μπορούσε ναοδηγήσει σε επαναθυματοποίηση. Παρατηρητές ανέφεραν ότι οι δικαστές δεν έδειχναν ευαισθησία και κατανόηση των συνεπειών του ψυχολογικού τραύματος στην ικανότητα των θυμάτων να αφηγηθούν με συνεκτικό και σαφή τρόπο τις συνθήκες της εκμετάλλευσής τους και αδοκίμως απέρριπταν ως μη αξιόπιστη τη μαρτυρία των θυμάτων. Ο νόμος προέβλεπε την προστασία των μαρτύρων και τη μη γνωστοποίηση των προσωπικών στοιχείων τους. Ωστόσο, κανένα θύμα εμπορίας ανθρώπων δεν έχει λάβει μέχρι σήμερα καθεστώς προστασίας μάρτυρα, παρά μόνο παροχής αστυνομικής συνοδείας κατά τη διάρκεια της δίκης, και τα δικαστήρια, μερικές φορές, αποκάλυπταν την ταυτότητα των θυμάτων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο νόμος παρείχε στα θύματα το δικαίωμα να ασκήσουν αστική αγωγή για αποζημίωση κατά των δραστών εμπορίας ανθρώπων, αλλά μέχρι σήμερα κανένα θύμα δεν έχει λάβει αποζημίωση ή αποκατάσταση ζημίας από τους διακινητές του. Η κυβέρνηση ανέφερε ότι θύματα εμπορίας ανθρώπων δεν ζήτησαν ποτέ αποζημίωση.

ΠΡΟΛΗΨΗ

Η κυβέρνηση ενέτεινε τις προσπάθειες να αποτρέψει την εμπορία ανθρώπων. Το Γραφείο του Εθνικού Εισηγητή σε Θέματα Εμπορίας Ανθρώπων εξακολούθησε να συντονίζει τις κυβερνητικές προσπάθειες για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων παρά την έλλειψη επαρκών πόρων. Η κυβέρνηση συνέταξε εθνικό σχέδιο δράσης για την περίοδο 2019-2023, παρακολούθησε τις προσπάθειες καταπολέμησης της εμπορίας ανθρώπων και δημοσιοποίησε τις αξιολογήσεις. Το ΓΕΕΘΕΑ συνέχισε την ανάπτυξη εθνικής βάσης δεδομένων για στατιστικά στοιχεία σχετικά με την εμπορία ανθρώπων και οργάνωσε εκστρατείες ευαισθητοποίησης που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς. Το ΓΕΕΘΕΑ, σε συνεργασία με διεθνή οργανισμό και την δημοτική αρχή της Αθήνας, ξεκίνησε ένα πιλοτικό έργο για την πρόληψη της καταναγκαστικής εργασίας στις αλυσίδες εφοδιασμού της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η κυβέρνηση παρείχε δωρεάν ραδιοφωνικό χρόνο σε ΜΚΟ και οργανισμούς για κοινωνικά μηνύματα σχετιζόμενα με την εμπορία ανθρώπων. Οι επιθεωρητές εργασίας επιθεώρησαν 37.270 επιχειρήσεις με 112.073 εργαζομένους. Η Επιθεώρηση Εργασίας επέβαλε πρόστιμα συνολικού ύψους 58,86 εκατομμυρίων Ευρώ (67,5 εκατομμυρίων δολ. ΗΠΑ) σε 3.869 επιχειρήσεις με 5.689 αδήλωτους εργαζομένους. Τα γραφεία πρόσληψης εργατικού δυναμικού θα μπορούσαν να υποβληθούν σε έλεγχο, αλλά η έλλειψη ικανούπροσωπικού για τη διενέργεια αυτών των ελέγχων οδήγησε σε περιορισμένη εποπτεία. Η κυβέρνηση κατέβαλε προσπάθειες να μειώσει τη ζήτηση για πορνεία και καταναγκαστική εργασία. Η κυβέρνηση λειτούργησε δύο ανοικτές τηλεφωνικές γραμμές: μία για γυναίκες που πέφτουν θύματα βίας και μία για άτομα σε ευάλωτη κατάσταση.

ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Όπως αναφέρθηκε κατά τα τελευταία πέντε χρόνια, δράστες εμπορίας ανθρώπων εκμεταλλεύονται ημεδαπά και αλλοδαπά θύματα στην Ελλάδα και δράστες εμπορίας ανθρώπων εκμεταλλεύονται θύματα από την Ελλάδα στο εξωτερικό. Οι δράστες εμπορίας ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είναι κυρίως Έλληνες και άλλοι Δυτικοευρωπαίοι και Ανατολικοευρωπαίοι, αλλά μερικοί προέρχονται επίσης από την Κεντρική Ασία. Οι δράστες εμπορίας ανθρώπων υποβάλλουν γυναίκες και παιδιά από την Ανατολική και Νότια Ευρώπη, τη Νότια και Κεντρική Ασία, την Κίνα, την Γεωργία, τη Νιγηρία και τη Ρωσία σε σωματεμπορία σε μη αδειοδοτημένους οίκους ανοχής, στον δρόμο, σε κλαμπ, σε σαλόνια μασάζ και σε ξενοδοχεία. Τα θύματα καταναγκαστικής εργασίας στην Ελλάδα είναι κυρίως παιδιά και άνδρες από την Ανατολική Ευρώπη, τη Νότια Ασία και την Αφρική. Διακινούμενοι εργαζόμενοι από το Μπαγκλαντές, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν είναι ευάλωτοι στη δουλεία για χρέη, στον τομέα της γεωργίας σύμφωνα με πληροφορίες. Περιθωριοποιημένα παιδιά Ρομά από την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία εξαναγκάζονται να πωλούν προϊόντα στον δρόμο, να επαιτούν ή να διαπράττουν μικροκλοπές. Η αύξηση των ασυνόδευτων παιδιών στην Ελλάδα έχει αυξήσει τον αριθμό των παιδιών που είναι ευάλωτα στην εκμετάλλευση. Ασυνόδευτα παιδιά, κυρίως από το Αφγανιστάν, συμμετέχουν σε σεξουαλική συνεύρεση για λόγους επιβίωσης και είναι ευάλωτα στην εμπορία ανθρώπων. Οι γυναίκες πρόσφυγες και μετανάστριες, ειδικά εκείνες που ζουν στα νησιωτικά Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες στην εμπορία ανθρώπων. Οι περισσότεροι μετανάστες και αιτούντες άσυλο πιστεύεται ότι βασίζονται σε διακινητές σε κάποιο σημείο στη διάρκεια του ταξιδιού τους και σε ορισμένες περιπτώσεις αναγκάζονται να υποστούν εκμετάλλευση κατά την άφιξή τους στην Ελλάδα.